- εἰσέπραξαν
- εἰσπράσσωget inaor ind act 3rd plεἰσέπρᾱξαν , εἰσπράσσωget inaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εισόδημα — Ροή χρημάτων, αγαθών ή υπηρεσιών προς ένα πρόσωπο ή οικονομική μονάδα σε μια ορισμένη χρονική περίοδο. Συνήθως αποτελεί την απόδοση ή την ανταμοιβή ενός συντελεστή παραγωγής, όπως είναι ο μισθός για την εργασία, ο τόκος για το κεφάλαιο, το… … Dictionary of Greek
οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek
Ράιχσμπανκ — (Reichsbank). Κεντρική τράπεζα της Γερμανίας, που ιδρύθηκε το 1875 και λειτούργησε έως το τέλος του B’ Παγκοσμίου πολέμου. Ήταν ιδιωτική ανώνυμη εταιρεία αλλά ελεγχόταν ολοκληρωτικά από το κράτος. Το αρχικό της μετοχικό κεφάλαιο ήταν 120… … Dictionary of Greek